- κεφαλοπονώ
- (α) αμετ.1) страдать от головной боли; 2) беспокоиться; хлопотать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεφαλοπονώ — και κεφαλοπονάω έχω πονοκέφαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλοπονώ — και άω (Μ κεφαλοπονώ) [κεφαλόπονος] 1. έχω κεφαλαλγία, υποφέρω από πονοκέφαλο 2. μτφ. νοιάζομαι πολύ, ανησυχώ, σκοτίζομαι … Dictionary of Greek